συμπόσιο(ν)

συμπόσιο(ν)
Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην πλούσια συνεστίαση με ποτό, που τη συνδύαζαν με μουσική, απαγγελία και συζητήσεις. Ευθύς μετά το φαγητό, οι δούλοι πρόσφεραν στους συνδαιτυμόνες νερό και αρωματικό σαπούνι για να πλύνουν τα χέρια τους. Έπειτα άρχιζαν να πίνουν. Υπήρχε μια ορισμένη εθιμοτυπία για να αρχίσουν την οινοποσία: Αρχικά έπιναν λίγο ανέρωτο (άκρατο) κρασί, για να τιμήσουν τον αγαθό δαίμονα, τους μοίραζαν στεφάνια και μύρα, και κατόπιν έκαναν σπονδές σε διάφορους θεούς και έψαλλαν ύμνο προς τον θεό που τιμούσαν. Όταν άρχιζε η οινοποσία, το κρασί ήταν νερωμένο (κεκραμένος οίνος) και το έπιναν από ένα μεγάλο κρατήρα που βρισκόταν στη μέση, όπου γινόταν το νέρωμα. Πολλές φορές έπιναν όλοι από ένα ποτήρι, και το κέρασμα προχωρούσε από τα αριστερά προς τα δεξιά. Τον τρόπο που θα έπιναν τον κανόνιζαν με κοινή συμφωνία ή με την εκλογή ενός συμποσιάρχη, που όριζε πότε και πόσα θα έπινε ο καθένας. Αργότερα όμως καταργήθηκε το σύστημα αυτό και μπορούσε καθένας να πίνει ελεύθερα όσο ήθελε. Επειδή όμως το κρασί ήταν νερωμένο, αργούσαν να μεθύσουν, και περνούσαν την ώρα τους με διάφορες συζητήσεις. Μερικοί οικοδεσπότες μίσθωναν καλλιτέχνες, γελωτοποιούς και θαυματοποιούς για να τους διασκεδάσουν, και κυρίως αυλητρίδες και ορχρηστρίδες. Στις περισσότερο καλλιεργημένες τάξεις είχε γίνει προσπάθεια να μην καλούν τέτοια πρόσωπα και να θεωρούν ανάξιο ενός μορφωμένου να χρειάζεται τέτοια άτομα για να διασκεδάσει. Ουσιαστικά τα σ. ήταν μορφή κοινωνικής συγκέντρωσης σε μια εποχή όπου έλειπαν τα καφενεία. Τα συμπόσια είχαν αρχίσει να γίνονται από τον 5o αι. π. Χ. στα σπίτια των πλούσιων, που αποτελούσαν κέντρα για την ανταλλαγή ιδεών και για πνευματικές ζυμώσεις. Αλλά ο θεσμός βρισκόταν ήδη αναπτυγμένος από την ομηρική εποχή. Τα σ. των ελληνιστικών μεγαλοπόλεων και των πλούσιων Ρωμαίων ήταν φαγοπότια αφάνταστης πολυτέλειας, που ο Πλάτων τα είχε ήδη καταδικάσει στις Συρακούσες, και έπαιρναν συχνά χαρακτήρα ομαδικών οργίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμπόσιο — το / συμπόσιον ΝΜΑ [συμπότης] 1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω» …   Dictionary of Greek

  • συμπόσιο — το 1. συνεστίαση, φαγοπότι. 2. τίτλος έργων αρχαίων συγγραφέων που αναφέρονται σε διάλογους που έγιναν σε συμπόσια: Tο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. 3. επιστημονικό συνέδριο: Το πανεπιστήμιο οργανώνει συμπόσιο με θέμα τον Αριστοτέλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Philippes — 41°00′47″N 24°17′11″E / 41.01306, 24.28639 …   Wikipédia en Français

  • Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν …   Dictionary of Greek

  • εστίαση — (Φυσ.). Η συγκέντρωση δέσμης ακτίνων σε ένα συγκεκριμένο σημείο. ε. δέσμης ηλεκτρονίων σε έναν σωλήνα καθοδικών ακτίνων. Οι κύριες μέθοδοι στην περίπτωση αυτή είναι η ηλεκτροστατική ε. και η ηλεκτρομαγνητική ε. Στην πρώτη, η δέσμη των ηλεκτρονίων …   Dictionary of Greek

  • εστιώ — (ΑΜ ἑστιῶ, άω, Α και ιων. και δωρ. ἱστιάω) [εστία] παραθέτω γεύμα, προσκαλώ σε εστίαση, κάνω το τραπέζι, φιλεύω, περιποιούμαι, φιλοξενώ μσν. αρχ. μέσ. ἑστιῶμαι τρώω αρχ. 1. (στην Αθήνα) παρέχω δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα στους συμφυλέτες μου 2. (για …   Dictionary of Greek

  • συμποτικός — ή, ό / συμποτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπότης] αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμποτικός αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που τού αρέσουν τα συμπόσια 2.… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН (ЗИЗИУЛАС) — Иоанн (Зизиулас [греч. ᾿Ιωάννης Ζηζιούλας] (род. 10.01.1931, с. Катафийон, близ г. Козани, Греция), митр. Пергамский (с 1986), богослов. Жизнь Иоанн (Зизиулас), митр. Пергамский, на конференции «Святитель Василий Великий отец и учитель Церкви» в… …   Православная энциклопедия

  • έρανος — ο (AM ἔρανος) μσν. νεοελλ. συγκέντρωση συνεισφορών σε είδος ή χρήμα για κοινωφελή ή φιλανθρωπικό σκοπό αρχ. 1. συμπόσιο με κοινή συνεισφορά τών συνδαιτημόνων 2. δείπνο, συμπόσιο, γιορτή 3. ποσό για υποστήριξη κάποιου, φιλικό δάνειο 4. άτοκο… …   Dictionary of Greek

  • αφεστίασις — ἀφεστίασις, η (Α) εστίαση, συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + εστίασις «συμπόσιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”